κακοϊάτρευτος

κακοϊάτρευτος
κακοϊάτρευτος, -η, -ον (Μ)
αυτός που γιατρεύεται δύσκολα, δυσκολοθεράπευτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)-* + ἰατρεύω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”